- απολυτρωτικός
- η , ό[ν] освободительный, избавительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απολυτρωτικός — ή, ό αυτός που απολυτρώνει … Dictionary of Greek
απολυτρωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην απολύτρωση: Η θυσία του Χριστού στο Γολγοθά ήταν απολυτρωτική για τον άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολυτρωτικαί — ἀπολυτρωτικός for ransom fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτήριος — α, ο 1. που σώζει, ο πρόξενος σωτηρίας, ο απολυτρωτικός. 2. φρ., «το σωτήριο έτος τάδε», το έτος που αριθμείται από τη γέννηση του Χριστού, του Σωτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)